τρεχούμενος

τρεχούμενος
και τρεχάμενος, -η, -ο, Ν
1. (για υγρά) αυτός που ρέει («τρεχούμενο νερό»)
2. φρ. α) «τρεχούμενος λογαριασμός» — ο ανοιχτός λογαριασμός
β) «τρεχούμενος λογαριασμός καταθέσεως» — κατάθεση που μεταβιβάζεται με επιταγή, αποτελεί πιστωτικό χρήμα και θεωρείται ισοδύναμη με το ρευστό χρήμα, επειδή είναι αμέσως μετατρέψιμη σε τραπεζογραμμάτια, αλλ. κατάθεση όψεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρέχω, κατά τις μτχ. σε -ούμενος /-άμενος τών συνηρημένων σε -έω και τών ρ. σε -αμαι (πρβλ. χρειαζ-ούμενος).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τρεχούμενος — τρεχούμενος, η, ο και τρεχάμενος, η, ο 1. (για υγρά), που τρέχει, που ρέει, πηγαίος: Τρεχούμενο νερό. 2. Τρεχούμενος λογαριασμός, λογαριασμός ανοιχτός, χωρίς εγγυήσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρέχω — τρέχω, έτρεξα βλ. πίν. 31 Σημειώσεις: τρέχω : η λόγια μτχ. ενεστώτα τρέχων, ουσα, ον απαντάται ως επίθετο αυτός που ισχύει τώρα ή αφορά το τωρινό χρονικό διάστημα ή το άμεσο μέλλον). Η μτχ. τρεχούμενος (σπάνια τρεχάμενος) χρησιμοποιείται ως… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • -ούμενος — κατάλ. παθ. μτχ. τής Νέας Ελληνικής που σχηματίστηκε αναλογικά προς τις αρχ. μτχ. τών συνηρημένων ρημάτων σε έω και όω (πρβλ. δηλούμενος, κρατούμενος).Παραδείγματα παθ. μτχ. σε ούμενος: αυξομειούμενος, βρισκούμενος, γραμματιζούμενος,… …   Dictionary of Greek

  • ναματιαίος — ναματιαίος, α, ον (Α) (για νερό) αυτός που τρέχει, ιδίως από πηγή, ο τρεχούμενος («ὑδάτων ναματιαίων», Αισχίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νᾶμα, ατος + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. λειμματ ιαίος, σωματ ιαίος)] …   Dictionary of Greek

  • ρυτός — (I) ή, όν, Α βλ. ρυτός. (II) ή, όν, Α αυτός που σύρεται, που τόν τραβούν, ελκυστός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ῥυτά τα ηνία αλόγων. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ. που απαντά μόνο στην φρ. ῥυτοῖσι λάεσσι. Η άποψη ότι η λ. συνδέεται… …   Dictionary of Greek

  • τρέχω — ΝΜΑ, και μέσ. μέλλ. με ενεργ. σημ. δραμοῡμαι, αόρ. ἔδραμον, παρακμ. δεδράμηκα, υπερσ. ἐδεδραμήκειν ΜΑ, και δωρ. τ. τράχω Α 1. προχωρώ γρήγορα μετακινώντας προς τα εμπρός τα πόδια σε σύντονη διαδοχή («βαδίζειν καὶ τρέχειν», Πλάτ.) 2. (για άψυχα)… …   Dictionary of Greek

  • τρεχάμενος — η, ο, Ν βλ. τρεχούμενος …   Dictionary of Greek

  • τρεχάμενος — η, ο βλ. τρεχούμενος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”